ραπαύλης

ραπαύλης
και ῥαππαύλας και ῥαπαταύλης και ῥαπταύλης, ὁ, ΜΑ
ο αυλητής, αυτός που παίζει με καλάμι από ράπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάπα + αὐλός (πρβλ. καλαμ-αύλης), Ο τ. ῥαπαταύλης < ῥαπατήν, διαφορετική ανάγνωση τής λ. ῥάπα στο χωρίο τού Ησύχ. (βλ. ῥάπα), ενώ οι τ. ῥαπ- παύλας, ῥαπταύλης είναι διαφορετικές γραφές τού τ. ῥαπαύλης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ράπαυλος — ὁ, Α ο ῥαπαύλης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάπα + αὐλός, πρβλ. δί αυλος (πρβλ. και το χωρίο τού Ησύχ. στη λ. ῥάπα)] …   Dictionary of Greek

  • ραπαταύλης — ὁ, Α βλ. ῥαπαύλης …   Dictionary of Greek

  • ραππαύλας — ὁ, Α βλ. ῥαπαύλης …   Dictionary of Greek

  • ραπταύλης — ὁ, Α βλ. ῥαπαύλης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”